- γκεζερίζω
- και γκεζερώ και γκιζερίζωπεριπλανώμαι, γυρίζω εδώ κι εκεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gezi «περίπατος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γκεζερίζω — και γκεζερώ γκεζέρισα (λ. τουρκ.), περιπλανιέμαι άσκοπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)